- εγκληματώ
- εγκληματώ, εγκλημάτησα βλ. πίν. 73——————Σημειώσεις:εγκληματώ – εγκλιματίζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση στους αοριστικούς τύπους (εγκλημάτησα → διέπραξα έγκλημα, εγκλιμάτισα → συνηθίζω (οργανισμό κτλ.) σε διαφορετικό κλίμα.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.